Η ελληνική λέξη κόσμος αναφέρεται σε ένα σύστημα μορφικών σχέσεων και δομών με βάση τη φύση. Απ’ αυτόν τον κόσμο κατάγεται η λέξη κόσμημα.
Τα Μυκηναϊκά κτερίσματα, από την πρώτη φορά που τα αντίκρισα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ήταν η αφορμή για τη δημιουργία κοσμημάτων.
Ζητούμενο ήταν ένα αντικείμενο γλυπτό σε διάλογο με το ανθρώπινο σώμα, αλλά αισθητικά αρτιο και μακριά από αυτό, αυτόνομο, αυθύπαρκτο.
Προσπάθησα να δημιουργήσω αντικείμενα αισθητικώς ισοδύναμα με εκείνα της φύσης, κρύβοντας πίσω από την απλότητα της μορφής την κατασκευαστική τους πολυπλοκότητα. Ακολούθησα τις αρχαίες τεχνικές των εμπίεστων και σφυρήλατων ελασμάτων και λιγότερο την τεχνική της χύτευσης. Όταν ξεκίνησα να κατασκευάζω κοσμήματα γνώριζα πως έπρεπε να επιστρέψω στην αρχή, να επανεξετάσω την καταγωγή των μορφών. Παρατήρησα ορυκτά, πετρώματα, σπόρους και καρπούς, απολιθώματα, λουλούδια, έντομα και τις φωλιές τους, ό,τι για το αισθητήριό μου είχε μορφικό ενδιαφέρον. Επέμεινα σε αγγειόσχημες μορφές -μήτρες- γιατί τα μορφώματα αυτά είναι πρότυπα λειτουργικής γεωμετρίας και πλαστικής αλλά και σύμβολα ζωής.
Αποτύπωσα τις αρμονικές σχέσεις μεταξύ σχημάτων και χρωμάτων. Με χαράξεις και οξειδώσεις δημιούργησα υφές στις επιφάνειες των μετάλλων για να πετύχω αποχρώσεις με μείωση της φυσικής στιλπνότητας του υλικού. Συνταίριασα και αντιπαρέθεσα θερμά, κιτρινοπορτοκαλί, ψυχρά κιτρινορπάσινα, θερμές και ψυχρές ώχρες, γκρι – μοβ και μαύρα.
Στα πρόσφατα έργα μου η φόρμα βαθμιαία αποδομείται και χάνεται η αφηγηματική της αξία.
Επιδίωξή μου είναι η βαθύτερη γνώση του Κόσμου. Εργαλεία μου η γλώσσα της ζωγραφικής και της πλαστικής· αυτά διαμορφώνουν την πορεία μου στο κόσμημα.
-Δημήτρης Νικολαΐδης
Η αρχική σημασία της λέξης «κοσμώ» είναι «τακτοποιώ, διατάσσω». Οι Πυθαγόρειοι επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της σε όλα τα πεδία του επιστητού: αρμονία στο σύμπαν, υγεία στην ψυχή και στο σώμα, σύνεση (σωφροσύνη) στον οικογενειακό βίο, ευνομία στο κράτος.
Αν στον κόσμο των γραμμάτων επικράτησε η άποψη ή, ίσως καλύτερα, το ιδανικό της τάξης και της αρμονίας, που εγγυάται τη διαφάνεια του κόσμου στην ανθρώπινη διάνοια, η λαϊκή θρησκεία υποκλίνεται μπροστά στην αδιαφάνεια του θανάτου -οι χοές για τους χθόνιους θεούς και οι καθαρμοί μαρτυρούν το φόβο του θανάτου, την απροθυμία των απλών ανθρώπων να εγκαταλείψουν τη ζωή. Μια καλή ένδειξη αποτελούν και τα κτερίσματα, δηλαδή αντικείμενα, συχνά κοσμήματα, που εναπέθεταν στον τάφο ή έκαιγαν στην πυρά μαζί με τον νεκρό. Το κόσμημα συνδέεται τόσο στενά με τον ιδιοκτήτη του που γίνεται σύμβολο της προσωπικής του ταυτότητας, μιας ταυτότητας που περιλαμβάνει τουλάχιστον εκείνες τις εμπειρίες που αποτέλεσαν ορόσημα της ζωής του.
Ο Δημήτρης Νικολαΐδης χρησιμοποιεί τόσο τη λέξη «κτερίσματα», όσο και την έκφραση «Γαίας κοσμήματα» (Γήϊνα κοσμήματα): την πρώτη γιατί εμπνέεται από τα κτερίσματα που ανήκουν στον λεγόμενο «θησαυρό της Τροίας», τα πρώιμα ελληνικά κοσμήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές του Schliemann• τη δεύτερη, γιατί εκφράζει τη στάση του απέναντι στη ζωή.
Τα πρώϊμα κοσμήματα που βρέθηκαν στην Τροία δημιουργήθηκαν πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια περίπου και έχουν κατασκευαστεί κυρίως με την τεχνική του εμπίεστου. Εμπνεόμενος από τη λιτότητα αυτής της τεχνικής, ο Δημήτρης Νικολαϊδης αποφασίζει να την υιοθετήσει ως αρχή αυτοπειθαρχίας - αυτή περιορίζει τη χρήση των τεχνικών κόλλησης και χύτευσης.
Την ποιητική του καλλιτέχνη συμπληρώνεται από μια δεύτερη κανονιστική αρχή. Την αντλεί, σε μεγάλο βαθμό, από τη μελέτη της ιαπωνικής λειτουργικής μικρογλυπτικής. Η τελευταία συναρτάται με τη μικρή θήκη μεταφοράς αντικειμένων (sagemono), τον πείρο (netsuke) και το μικρό μάνταλο ασφαλείας (ojime), που συνδέονται μ’ αυτήν.
Νομίζω πως μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη στάση του Δημήτρη απέναντι στη ζωή λέγοντας ότι προσηλώνει το βλέμμα του σταθερά στα μικρά και εκ πρώτης όψεως ασήμαντα όντα που διαρκώς γεννοβολάει η Γη, τα οποία και επιστρέφουν στην αγκαλιά της, αφού διαγράψουν αθόρυβα τον κύκλο του βίου τους: φυτά, σπόροι και καρποί, έντομα. Με την τέχνη του αναδεικνύει την ανεκτίμητη αξία τους για τη ζωή πάνω στη γη και, κατ’ επέκταση, τη σημασία μιας άλλης καθημερινότητας που θα ’πρεπε να μας περιβάλλει. Και ο χαμηλός τόνος του είναι εκείνος της περισυλλογής, της στοργής και του σεβασμού απέναντι στη φύση και τα όντα.
Η ευαισθησία που χαρακτηρίζει την ποιητική του καλλιτέχνη, μας αποκλείει ποιότητες όπως το τρομακτικό ή το φρικώδες. Δουλεύει τα μέταλλα με την τεχνική του εμπίεστου και ελαχιστοποιεί το συνδυασμό τους με ορυκτά, γιατί πιστεύει ότι είναι ανάγκη το ορυκτό να υποταχθεί στο μέταλλο, ώστε να μη διασπάται η μορφική ενότητα του έργου, κάτι που συμβαίνει στην περίπτωση που ο κοσμηματοποιός χρησιμοποιεί το μέταλλο απλώς και μόνο για να προβάλλει τον λίθο, πολύτιμο ή μη. Οι λεπτές αποχρώσεις των κοσμημάτων που δημιουργεί , προκύπτουν από τη διερεύνηση της φύσης κυρίως των κραμάτων του χρυσού: αποχρώσεις του κιτρινοπράσινου, του κιτρινοκόκκινου, της ψυχρής και της θερμής ώχρας.
Σε ένα πρώτο επίπεδο τα κοσμήματα του Δημήτρη Νικολαϊδη αναπαριστούν συγκεκριμένα όντα, φυτά, καρπούς και λουλούδια, έντομα και τις φωλιές τους. Ωστόσο, αυτή η αναπαράσταση είναι ένας σταθμός στην πορεία προς ένα είδος βαθύτερης γνώσης της ατομικότητας του αντικειμένου. Σχεδιάζοντας εκ του φυσικού τη σφήκα ο καλλιτέχνης αναζητά την τελειότητα του ίδιου του εντόμου, η οποία, όταν εντυπωθεί στο κόσμημα, πρέπει να αποκαλύψει και την εσώτερη ομορφιά του υλικού.
Στο έργο του ενυπάρχουν στρώματα επάλληλων περιεχομένων. Μαζί με το πρώτο, αναφορικό περιεχόμενο-- «αυτή η μοναδική σφήκα», «αυτό το μοναδικό πέταγμα της μέλισσας που πλησιάζει στη φωλιά της»--, συνυπάρχουν υπαινικτικά, εκτός από τη συμπάθεια και το σεβασμό, με τους οποίους ο καλλιτέχνης βλέπει τα όντα που σκηνοθετεί, εκφραστικά περιεχόμενα αλλά και πλάγιες αναφορές στη μυθολογία.
Ένα παράδειγμα των τελευταίων είναι το ρόδι. Αυτό παραπέμπει στο μύθο της Περσεφόνης, τέκνου της Δήμητρας και του Δία, που απάχθηκε από το θείο της τον Άδη. Τρώγοντας το μοιραίο ρόδι η Περσεφόνη δένεται για πάντα με τον Άδη. Το αποτέλεσμα είναι μια στενή και γόνιμη σχέση των θεών με τους ανθρώπους.
Ενώ ο ελληνικός μύθος υποκρύπτει μια θεωρητική εξήγηση, οι χαριτωμένοι γιαπωνέζικοι επτά Τυχεροί θεοί, εκφράζουν αμεσότερα τις βασικές επιθυμίες των θνητών για ευμάρεια, ευτυχία, μακροζωϊα, αφθονία, σοφία, καλλιτεχνική ομορφιά και πίστη στη δυνατότητα της ψυχικής γαλήνης. Αυτοί οι θεοί είναι συνηθισμένο αντικείμενο αναπαράστασης των γιαπωνέζικων ojime.
Από τα έργα του Δημήτρη Νικολαϊδη δεν λείπει το εκφραστικό περιεχόμενο. Κοσμήματα που δημιούργησε σε διάφορες εποχές, υποβάλλουν την ιδέα του καλυκοειδούς χορού των νέων της Κρήτης, που είχαν «μέση δαχτυλίδι» και «στρογγυλούς γοφούς». Αυτή η Κρήτη δίδαξε στον κόσμο την εκλέπτυνση του βίου - δεν ήταν ο σημερινός τόπος όπου
δεν υπάρχει πια τίποτε που να μοιάζει
με την Ελλάδα πριν απ’ την Ελλάδα.
(Salvatore Quasimodo, «Μινώταυρος στην Κνωσό», συλλογή Dalla Grecia.)
-Παύλος Χριστοδουλίδης